σολέα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σολέα οι σολέες
      γενική της σολέας των σολεών
    αιτιατική τη σολέα τις σολέες
     κλητική σολέα σολέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σολέα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σολέα < λατινική solea < solum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)

Ουσιαστικό

σολέα θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ο χώρος σε έναν ναό που βρίσκεται ανάμεσα στον άμβωνα και το τέμπλο
    σολέας
  2. (ψάρι) γένος ψαριών της οικογένειας των σολεϊδών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.