ασόλιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασόλιαστος | η | ασόλιαστη | το | ασόλιαστο |
| γενική | του | ασόλιαστου | της | ασόλιαστης | του | ασόλιαστου |
| αιτιατική | τον | ασόλιαστο | την | ασόλιαστη | το | ασόλιαστο |
| κλητική | ασόλιαστε | ασόλιαστη | ασόλιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασόλιαστοι | οι | ασόλιαστες | τα | ασόλιαστα |
| γενική | των | ασόλιαστων | των | ασόλιαστων | των | ασόλιαστων |
| αιτιατική | τους | ασόλιαστους | τις | ασόλιαστες | τα | ασόλιαστα |
| κλητική | ασόλιαστοι | ασόλιαστες | ασόλιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασόλιαστος < α- + σολιάζω + -τος < σόλα < ιταλική suola < δημώδης λατινική *sola < λατινική solea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ασόλιαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.