σχιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχιστός | η | σχιστή | το | σχιστό |
| γενική | του | σχιστού | της | σχιστής | του | σχιστού |
| αιτιατική | τον | σχιστό | τη | σχιστή | το | σχιστό |
| κλητική | σχιστέ | σχιστή | σχιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχιστοί | οι | σχιστές | τα | σχιστά |
| γενική | των | σχιστών | των | σχιστών | των | σχιστών |
| αιτιατική | τους | σχιστούς | τις | σχιστές | τα | σχιστά |
| κλητική | σχιστοί | σχιστές | σχιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σχιστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχιστός[1] < σχίζω. Συκρίνετε με το σκιστός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /sçiˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχι‐στός
Επίθετο
σχιστός, -ή, -ό
Αναφορές
- σχιστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.