σχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σχίζω
Μετοχή
σχισμένος, -η, -ο
- που έχει σκιστεί κατά λάθος ή επίτηδες
- σχισμένες σελίδες, σχισμένα ρούχα, σχισμένο σεντόνι (που είναι φθαρμένο και το σχίζει κάποιος για να το αξιοποιήσει σε μαξιλαροθήκες)
- Με συνθήματα σχισμένα/σ’ έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί/Στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω, στους διαδρόμους και τους δρόμους... (Διονύσης Σαββόπουλος)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχισμένος | η | σχισμένη | το | σχισμένο |
| γενική | του | σχισμένου | της | σχισμένης | του | σχισμένου |
| αιτιατική | τον | σχισμένο | τη | σχισμένη | το | σχισμένο |
| κλητική | σχισμένε | σχισμένη | σχισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχισμένοι | οι | σχισμένες | τα | σχισμένα |
| γενική | των | σχισμένων | των | σχισμένων | των | σχισμένων |
| αιτιατική | τους | σχισμένους | τις | σχισμένες | τα | σχισμένα |
| κλητική | σχισμένοι | σχισμένες | σχισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.