σκίσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκίσιμο τα σκισίματα
      γενική του σκισίματος των σκισιμάτων
    αιτιατική το σκίσιμο τα σκισίματα
     κλητική σκίσιμο σκισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκίσιμο < σκίσ- (σκίζω, έσκισα) + -ιμο.[1] Δείτε και σχίσιμο < σχίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsci.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκίσιμο

Ουσιαστικό

σκίσιμο ουδέτερο

Συγγενικά

θέμα σχιζ-

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.