σφυρήλατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφυρήλατος η σφυρήλατος
& σφυρήλατη
το σφυρήλατο
      γενική του σφυρηλάτου
& σφυρήλατου
της σφυρηλάτου
& σφυρήλατης
του σφυρηλάτου
& σφυρήλατου
    αιτιατική τον σφυρήλατο τη σφυρήλατο
& σφυρήλατη
το σφυρήλατο
     κλητική σφυρήλατε σφυρήλατε
& σφυρήλατη
σφυρήλατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφυρήλατοι οι σφυρήλατοι
& σφυρήλατες
τα σφυρήλατα
      γενική των σφυρηλάτων
& σφυρήλατων
των σφυρηλάτων
& σφυρήλατων
των σφυρηλάτων
& σφυρήλατων
    αιτιατική τους σφυρηλάτους
& σφυρήλατους
τις σφυρηλάτους
& σφυρήλατες
τα σφυρήλατα
     κλητική σφυρήλατοι σφυρήλατοι
& σφυρήλατες
σφυρήλατα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σφυρήλατος < αρχαία ελληνική σφυρήλατος < σφῦρα + ἐλαύνω

Επίθετο

σφυρήλατος, -ος/-η, -ο

  • που έχει σφυρηλατηθεί.
      η σφυρήλατος συμβολή της Λασκαρίνας Μπομπουλίνας στον αγώνα του 1821, ήταν το θέμα που με γλαφυρό τρόπο ανέπτυξε η κα Βίβιαν Φαρμάκη (ΠΑΤΡΑ: Η σφυρήλατος συμβολή της Λασκαρίνας Μπομπουλίνας, ΣΚΑΪ ΠΑΤΡΑΣ, 21/10/2021 )
      επίσης η σφυρήλατος ( repousse ) τεχνική και κοσμημάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.