σφῦρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σφῦρᾰ | αἱ | σφῦραι |
| γενική | τῆς | σφύρᾱς | τῶν | σφυρῶν |
| δοτική | τῇ | σφύρᾳ | ταῖς | σφύραις |
| αιτιατική | τὴν | σφῦρᾰν | τὰς | σφύρᾱς |
| κλητική ὦ! | σφῦρᾰ | σφῦραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφῦρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σφύραιν | ||
| Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφῦρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σφῦρα θηλυκό
- σφυρί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 434
- ἄκμονά τε σφῦράν
- σφυρί κι αμόνι,
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ἄκμονά τε σφῦράν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 434
- βαριοπούλα, μεγάλο σφυρί που χρησιμοποιείτο ως γεωργικό εργαλείο
- ανάχωμα ανάμεσα στα αυλάκια οργωμένου χωραφιού
- μέτρο μέτρησης γεωργικής έκτασης
- (βιολογία) (είδος ψαριού) σφύραινα
Συγγενικά
- σφυρηδόν
- σφυρηλατέω
- σφυρήλατος
- σφυρίον
- σφυρόβολος
- σφυροκόπανον
- σφυροκοπέω
- σφυροκοπία
- σφυρόκοπος
- σφυροκτυπέω
- σφύρωσις
- σφυροπέλεκυς
Πηγές
- σφῦρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφῦρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.