massacre
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| massacre | massacres |
massacre (fr) αρσενικό
- η σφαγή
- κέρατο από ελάφι, μαζί με το κόκκαλο που το υποστηρίζει
- ο σφαγιασμός, ο αφανισμός ενός είδους
- ο χαλασμός, η άτσαλη καταστροφή ενός αντικειμένου
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.