μακελειό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακελειό τα μακελειά
      γενική του μακελειού των μακελειών
    αιτιατική το μακελειό τα μακελειά
     κλητική μακελειό μακελειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακελειό < (ελληνιστική κοινή) μακελλεῖον

Ουσιαστικό

μακελειό ουδέτερο

  1. η σφαγή, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
    στη Μάχη του Βερντέν έγινε κανονικό μακελειό
  2. (μεταφορικά) μεγάλη αναστάτωση και σύγχυση
    αν τολμήσει να μου ξαναμιλήσει έτσι θα γίνει μακελειό
  3. (παρωχημένο) τόπος σφαγής ζώων, σφαγείο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.