συνύπαρξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συνύπαρξῐς | αἱ | συνυπάρξεις | ||||
| γενική | τῆς | συνυπάρξεως | τῶν | συνυπάρξεων | ||||
| δοτική | τῇ | συνυπάρξει | ταῖς | συνυπάρξεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | συνύπαρξῐν | τὰς | συνυπάρξεις | ||||
| κλητική ὦ! | συνύπαρξῐ | συνυπάρξεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνυπάρξει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | συνυπαρξέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- συνύπαρξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συνυπάρχ(ω) + -σις > -ξις. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + ὕπαρξις.
Πηγές
- συνύπαρξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.