συνοδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνοδικός η συνοδική το συνοδικό
      γενική του συνοδικού της συνοδικής του συνοδικού
    αιτιατική τον συνοδικό τη συνοδική το συνοδικό
     κλητική συνοδικέ συνοδική συνοδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνοδικοί οι συνοδικές τα συνοδικά
      γενική των συνοδικών των συνοδικών των συνοδικών
    αιτιατική τους συνοδικούς τις συνοδικές τα συνοδικά
     κλητική συνοδικοί συνοδικές συνοδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνοδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνοδικός. Μορφολογικά αναλύεται σε (σύνοδ(ος) + -ικός)

Επίθετο

συνοδικός, -ή, -ό

  1. (εκκλησιαστικός όρος) που σχετίζεται με κάποια εκκλησιαστική σύνοδο
  2. (αστρονομία) που σχετίζεται με κάποια σύνοδο πλανητών
  3. (εκκλησιαστικός όρος) (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) α. το κτήριο της Ιεράς Συνόδου, β. επίσημο αρχείο των συνοδικών αποφάσεων κατά των αιρέσεων και διατύπωσης των ορθόδοξων δογμάτων

Ουσιαστικό

συνοδικός αρσενικό

  • (εκκλησιαστικός όρος) μέλος της Ιεράς Συνόδου

Πολυλεκτικοί όροι

  • συνοδικό σύστημα
  • συνοδικός τόμος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.