συννεφοσκέπαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συννεφοσκέπαστος η συννεφοσκέπαστη το συννεφοσκέπαστο
      γενική του συννεφοσκέπαστου της συννεφοσκέπαστης του συννεφοσκέπαστου
    αιτιατική τον συννεφοσκέπαστο τη συννεφοσκέπαστη το συννεφοσκέπαστο
     κλητική συννεφοσκέπαστε συννεφοσκέπαστη συννεφοσκέπαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συννεφοσκέπαστοι οι συννεφοσκέπαστες τα συννεφοσκέπαστα
      γενική των συννεφοσκέπαστων των συννεφοσκέπαστων των συννεφοσκέπαστων
    αιτιατική τους συννεφοσκέπαστους τις συννεφοσκέπαστες τα συννεφοσκέπαστα
     κλητική συννεφοσκέπαστοι συννεφοσκέπαστες συννεφοσκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συννεφοσκέπαστος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ne.foˈsce.pa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συννεφοσκέπαστος

Επίθετο

συννεφοσκέπαστος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. -νεφοσκεπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.