σκέπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σκέπη
      γενική της σκέπης
    αιτιατική τη σκέπη
     κλητική σκέπη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκέπη < μεσαιωνική ελληνική σκέπη

Ουσιαστικό

σκέπη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (λόγιο) προστασία, κάλυμμα, σκέπασμα
  2. λεπτή μεμβράνη που καλύπτει τα εντόσθια των ζώων

Εκφράσεις

  • υπό την σκέπην: υπό την προστασία

Συνώνυμα

Σημειώσεις

Αυτό το λόγιο ουσιαστικό δε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό. Τα παλαιά χρόνια το χρησιμοποιούσαν και με την έννοια του καλύμματος όμως σήμερα το χρησιμοποιούμε μόνο στον πολυλεκτικό όρο Υπό την σκέπην.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.