νεφελοσκέπαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφελοσκέπαστος η νεφελοσκέπαστη το νεφελοσκέπαστο
      γενική του νεφελοσκέπαστου της νεφελοσκέπαστης του νεφελοσκέπαστου
    αιτιατική τον νεφελοσκέπαστο τη νεφελοσκέπαστη το νεφελοσκέπαστο
     κλητική νεφελοσκέπαστε νεφελοσκέπαστη νεφελοσκέπαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφελοσκέπαστοι οι νεφελοσκέπαστες τα νεφελοσκέπαστα
      γενική των νεφελοσκέπαστων των νεφελοσκέπαστων των νεφελοσκέπαστων
    αιτιατική τους νεφελοσκέπαστους τις νεφελοσκέπαστες τα νεφελοσκέπαστα
     κλητική νεφελοσκέπαστοι νεφελοσκέπαστες νεφελοσκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεφελοσκέπαστος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.fe.loˈsce.pa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεφελοσκέπαστος

Επίθετο

νεφελοσκέπαστος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. νεφελοσκεπής (& νεφελοσκέπαστος) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. -νεφοσκεπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.