συντίθημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συντίθημι < συν + τίθημι

Ρήμα

συντίθημι

  1. θέτω ομού, τοποθετώ μαζί, προσθέτω μεταξύ τους, συνδυάζω, συνθέτω, συνάπτω, συναρμόζω, σχηματίζω, οικοδομώ, συγγράφω, επινοώ, μηχανεύομαι, περιλαμβάνω
  2. (μέση φωνή) συντίθεμαι: στοχάζομαι, κάνω συμφωνία, υποστηρίζω, συμφωνώ, παίρνω το μέρος κάποιου, προσθέτω τις δυνάμεις μου στις δικές του

Σημειώσεις

Ως παθητικό χρησιμοποιείτο συχνότερα το σύγκειμαι, που σήμαινε κατασκευάζομαι, αποτελούμαι, σχηματίζομαι, δημιουργούμαι, συντίθεμαι

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.