convention

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
convention conventions

Ουσιαστικό

convention (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο τύπος, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κάτι που περιμένουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε μια κοινωνία
    He is a slave to convention/social conventions.
    Είναι σκλάβος στους κοινωνικούς τύπους.
  2. το συνέδριο, η συνέλευση, μια μεγάλη συνάντηση των μελών ενός επαγγέλματος, ενός πολιτικού κόμματος κτλ.
    the Republic Party convention - το συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων
    the English teachers’ yearly convention - η ετήσια συνέλευση των καθηγητών της Αγγλικής
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη meeting
  3. η σύμβαση, επίσημη συμφωνία μεταξύ χωρών ή ηγετών
    the Geneva convention - οι συμβάσεις της Γενεύης

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
convention conventions

convention (fr) θηλυκό

  • η σύμβαση
    convention relative aux droits de l'enfant - σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.