condition

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
condition conditions

condition (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι
    a car/building in an old but good condition - παλιό αλλά σε καλή κατάσταση αυτοκίνητο/κτίριο
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατάσταση της υγείας κάποιου ή πόσο σε φόρμα είναι
    The victim was in very critical condition.
    Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
    My aunt couldn't walk up the stairs in her condition.
    Η θεία μου δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες στην κατάστασή της.
  3. η κατάσταση, μια ασθένεια ή ένα ιατρικό πρόβλημα
    Hypnosis is a peculiar condition of the nervous system.
    Η ύπνωση είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση του νευρικού συστήματος.
  4. (μόνο πληθυντικός) οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι ζουν, εργάζονται ή κάνουν πράγματα
    living/working conditions - συνθήκες ζωής/εργασίας
    the political/economic conditions - οι πολιτικές/οικονομικές συνθήκες
    under these conditions - κάτω απ' αυτές τις συνθήκες
  5. (μόνο πληθυντικός) οι συνθήκες, η φυσική κατάσταση που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει κάτι
    weather conditions - καιρικές συνθήκες
  6. (νομικός όρος) ο όρος, ένας κανόνας ή μια απόφαση με την οποία πρέπει να συμφωνήσω, που μερικές φορές αποτελεί μέρος μιας σύμβασης ή μιας επίσημης συμφωνίας
    I observe the conditions of an agreement.
    Τηρώ τους όρους μιας συμφωνίας.
    Would you have me agree under these conditions?
    Θα ήθελες να συμφωνήσω κάτω απ' αυτούς του όρους;
     συνώνυμα:  clause, provision, stipulation και term
  7. ο όρος, η προϋπόθεση, οι αναγκαίες συνθήκες, μια κατάσταση που πρέπει να υπάρχει για να συμβεί κάτι άλλο
    Environmental protection is a condition for sustainability.‎
    Η προστασία του περιβάλλοντος είναι προϋπόθεση για την αειφορία.
    What other planets might have the right conditions for life?
    Ποιοι άλλοι πλανήτες θα μπορούσαν να έχουν τις κατάλληλες συνθήκες/προϋποθέσεις για ζωή;
    favorable/unfavorable conditions - ευνοϊκές/δυσμενείς συνθήκες
     συνώνυμα: requirement
  8. (ενικός, επίσημο) η κατάσταση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων λόγω της κατάστασής τους στη ζωή, των προβλημάτων τους κτλ.
    the condition of public education - η κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη state
  9. (λογική, μαθηματικά, προγραμματισμός) η συνθήκη

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας condition
γ΄ ενικό ενεστώτα conditions
αόριστος conditioned
παθητική μετοχή conditioned
ενεργητική μετοχή conditioning

condition (en)

  • συνηθίζω
    He conditioned his son to get up early.
    Συνήθισε το γιο του να σηκώνεται νωρίς.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

condition (en) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.