συναπτή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναπτή οι συναπτές
      γενική της συναπτής των συναπτών
    αιτιατική τη συναπτή τις συναπτές
     κλητική συναπτή συναπτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναπτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου συναπτός

Προφορά

ΔΦΑ : /si.naˈpti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναπτή
ομόηχο: συναπτοί

Ουσιαστικό

συναπτή θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συναπτή

Πηγές

  • «συναπτός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.