ασυναίρετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυναίρετος | η | ασυναίρετη | το | ασυναίρετο |
| γενική | του | ασυναίρετου | της | ασυναίρετης | του | ασυναίρετου |
| αιτιατική | τον | ασυναίρετο | την | ασυναίρετη | το | ασυναίρετο |
| κλητική | ασυναίρετε | ασυναίρετη | ασυναίρετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυναίρετοι | οι | ασυναίρετες | τα | ασυναίρετα |
| γενική | των | ασυναίρετων | των | ασυναίρετων | των | ασυναίρετων |
| αιτιατική | τους | ασυναίρετους | τις | ασυναίρετες | τα | ασυναίρετα |
| κλητική | ασυναίρετοι | ασυναίρετες | ασυναίρετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυναίρετος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσυναίρετος < ἀ- + συναιρε- (συναιρῶ) + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.siˈne.ɾe.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐ναί‐ρε‐τος
Αντώνυμα
Παράγωγα
- ασυναίρετα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.