συμφεροντολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμφεροντολογικός | η | συμφεροντολογική | το | συμφεροντολογικό |
| γενική | του | συμφεροντολογικού | της | συμφεροντολογικής | του | συμφεροντολογικού |
| αιτιατική | τον | συμφεροντολογικό | τη | συμφεροντολογική | το | συμφεροντολογικό |
| κλητική | συμφεροντολογικέ | συμφεροντολογική | συμφεροντολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμφεροντολογικοί | οι | συμφεροντολογικές | τα | συμφεροντολογικά |
| γενική | των | συμφεροντολογικών | των | συμφεροντολογικών | των | συμφεροντολογικών |
| αιτιατική | τους | συμφεροντολογικούς | τις | συμφεροντολογικές | τα | συμφεροντολογικά |
| κλητική | συμφεροντολογικοί | συμφεροντολογικές | συμφεροντολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμφεροντολογικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συμφεροντολογικός
- που εξυπηρετεί το συμφέρον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.