συμφεροντολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμφεροντολογία | οι | συμφεροντολογίες |
| γενική | της | συμφεροντολογίας | των | συμφεροντολογιών |
| αιτιατική | τη | συμφεροντολογία | τις | συμφεροντολογίες |
| κλητική | συμφεροντολογία | συμφεροντολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμφεροντολογία < συμφέροντ(ος) + -ο- + -λογία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.fe.ɾon.do.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐φε‐ρο‐ντο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
συμφεροντολογία θηλυκό
- η ιδιότητα του συμφεροντολόγου
- ※ Διότι πλην των θετικών εγγεγραμμένων στο DNA μας, που φέρουμε σαν κορώνα ή φωτοστέφανο, υπάρχουν και αρνητικά: η μαγκιά, η εριστικότητα, η ανυπομονησία, η συμφεροντολογία, η μεμψιμοιρία, η ζηλοτυπία, η διχόνοια, η δωροδοκία, η παρατυπία, οι αρπαχτές, οι κουμπαριές…
- Τασούλα Καραϊσκάκη, Το απρόσβλητο DNA μας, Η Καθημερινή, 3 Μαΐου 2019
- ※ Διότι πλην των θετικών εγγεγραμμένων στο DNA μας, που φέρουμε σαν κορώνα ή φωτοστέφανο, υπάρχουν και αρνητικά: η μαγκιά, η εριστικότητα, η ανυπομονησία, η συμφεροντολογία, η μεμψιμοιρία, η ζηλοτυπία, η διχόνοια, η δωροδοκία, η παρατυπία, οι αρπαχτές, οι κουμπαριές…
Μεταφράσεις
συμφεροντολογία
|
|
Αναφορές
- συμφεροντολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.