συμπρωταγωνιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπρωταγωνιστής οι συμπρωταγωνιστές
      γενική του συμπρωταγωνιστή των συμπρωταγωνιστών
    αιτιατική τον συμπρωταγωνιστή τους συμπρωταγωνιστές
     κλητική συμπρωταγωνιστή συμπρωταγωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπρωταγωνιστής < συμ- + πρωταγωνιστής

Ουσιαστικό

συμπρωταγωνιστής αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) ηθοποιός που είναι πρωταγωνιστής μαζί με κάποιον άλλον, που έχει τον κύριο ρόλο σε ένα (θεατρικό, κινηματογραφικό, τηλεοπτικό κ.λπ.) έργο
  2. (μεταφορικά) κάποιος που φαίνεται να είναι το κύριο πρόσωπο σε γεγονότα μαζί με κάποιον άλλον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.