συμπρωταγωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπρωταγωνιστής | οι | συμπρωταγωνιστές |
| γενική | του | συμπρωταγωνιστή | των | συμπρωταγωνιστών |
| αιτιατική | τον | συμπρωταγωνιστή | τους | συμπρωταγωνιστές |
| κλητική | συμπρωταγωνιστή | συμπρωταγωνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπρωταγωνιστής < συμ- + πρωταγωνιστής
Ουσιαστικό
συμπρωταγωνιστής αρσενικό
- (κυριολεκτικά) ηθοποιός που είναι πρωταγωνιστής μαζί με κάποιον άλλον, που έχει τον κύριο ρόλο σε ένα (θεατρικό, κινηματογραφικό, τηλεοπτικό κ.λπ.) έργο
- (μεταφορικά) κάποιος που φαίνεται να είναι το κύριο πρόσωπο σε γεγονότα μαζί με κάποιον άλλον
Συγγενικά
- συμπρωταγωνιστικά
- συμπρωταγωνιστικός
- συμπρωταγωνίστρια
- συμπρωταγωνιστώ
- → δείτε τις λέξεις πρωταγωνιστώ, πρώτος και αγώνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.