πρωταγωνιστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρωταγωνιστώ < αρχαία ελληνική πρωταγωνιστέω[1] / πρωταγωνιστῶ[2] [3] < πρῶτος + ἀγών
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.ta.ɣo.niˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τα‐γω‐νι‐στώ
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωταγωνιστώ | πρωταγωνιστούσα | θα πρωταγωνιστώ | να πρωταγωνιστώ | πρωταγωνιστώντας | |
| β' ενικ. | πρωταγωνιστείς | πρωταγωνιστούσες | θα πρωταγωνιστείς | να πρωταγωνιστείς | (πρωταγωνίστει) | |
| γ' ενικ. | πρωταγωνιστεί | πρωταγωνιστούσε | θα πρωταγωνιστεί | να πρωταγωνιστεί | ||
| α' πληθ. | πρωταγωνιστούμε | πρωταγωνιστούσαμε | θα πρωταγωνιστούμε | να πρωταγωνιστούμε | ||
| β' πληθ. | πρωταγωνιστείτε | πρωταγωνιστούσατε | θα πρωταγωνιστείτε | να πρωταγωνιστείτε | πρωταγωνιστείτε | |
| γ' πληθ. | πρωταγωνιστούν(ε) | πρωταγωνιστούσαν(ε) | θα πρωταγωνιστούν(ε) | να πρωταγωνιστούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωταγωνίστησα | θα πρωταγωνιστήσω | να πρωταγωνιστήσω | πρωταγωνιστήσει | ||
| β' ενικ. | πρωταγωνίστησες | θα πρωταγωνιστήσεις | να πρωταγωνιστήσεις | πρωταγωνίστησε | ||
| γ' ενικ. | πρωταγωνίστησε | θα πρωταγωνιστήσει | να πρωταγωνιστήσει | |||
| α' πληθ. | πρωταγωνιστήσαμε | θα πρωταγωνιστήσουμε | να πρωταγωνιστήσουμε | |||
| β' πληθ. | πρωταγωνιστήσατε | θα πρωταγωνιστήσετε | να πρωταγωνιστήσετε | πρωταγωνιστήστε | ||
| γ' πληθ. | πρωταγωνίστησαν πρωταγωνιστήσαν(ε) |
θα πρωταγωνιστήσουν(ε) | να πρωταγωνιστήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πρωταγωνιστήσει | είχα πρωταγωνιστήσει | θα έχω πρωταγωνιστήσει | να έχω πρωταγωνιστήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πρωταγωνιστήσει | είχες πρωταγωνιστήσει | θα έχεις πρωταγωνιστήσει | να έχεις πρωταγωνιστήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωταγωνιστήσει | είχε πρωταγωνιστήσει | θα έχει πρωταγωνιστήσει | να έχει πρωταγωνιστήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωταγωνιστήσει | είχαμε πρωταγωνιστήσει | θα έχουμε πρωταγωνιστήσει | να έχουμε πρωταγωνιστήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωταγωνιστήσει | είχατε πρωταγωνιστήσει | θα έχετε πρωταγωνιστήσει | να έχετε πρωταγωνιστήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωταγωνιστήσει | είχαν πρωταγωνιστήσει | θα έχουν πρωταγωνιστήσει | να έχουν πρωταγωνιστήσει |
| |
Μεταφράσεις
- πρωταγωνιστέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πρωταγωνιστώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρωταγωνιστώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.