πρωταγωνιστώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρωταγωνιστώ < αρχαία ελληνική πρωταγωνιστέω[1] / πρωταγωνιστῶ[2] [3] < πρῶτος + ἀγών

Προφορά

ΔΦΑ : /pro.ta.ɣo.niˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωταγωνιστώ

Ρήμα

πρωταγωνιστώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. πρωταγωνιστέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πρωταγωνιστώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. πρωταγωνιστώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.