συμπρωταγωνιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπρωταγωνιστικά < συμπρωταγωνιστικός + -ά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πρωταγωνιστώ, πρώτος και αγώνας
Μεταφράσεις
συμπρωταγωνιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συμπρωταγωνιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συμπρωταγωνιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.