συμπρωταγωνίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπρωταγωνίστρια | οι | συμπρωταγωνίστριες |
| γενική | της | συμπρωταγωνίστριας | των | συμπρωταγωνιστριών |
| αιτιατική | τη | συμπρωταγωνίστρια | τις | συμπρωταγωνίστριες |
| κλητική | συμπρωταγωνίστρια | συμπρωταγωνίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπρωταγωνίστρια < συμπρωταγωνιστής + -τρια
Μεταφράσεις
συμπρωταγωνίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.