συμπρωταγωνιστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπρωταγωνιστώ < συμ- + πρωταγωνιστώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμπρωταγωνιστώ | συμπρωταγωνιστούσα | θα συμπρωταγωνιστώ | να συμπρωταγωνιστώ | συμπρωταγωνιστώντας | |
| β' ενικ. | συμπρωταγωνιστείς | συμπρωταγωνιστούσες | θα συμπρωταγωνιστείς | να συμπρωταγωνιστείς | (συμπρωταγωνίστει) | |
| γ' ενικ. | συμπρωταγωνιστεί | συμπρωταγωνιστούσε | θα συμπρωταγωνιστεί | να συμπρωταγωνιστεί | ||
| α' πληθ. | συμπρωταγωνιστούμε | συμπρωταγωνιστούσαμε | θα συμπρωταγωνιστούμε | να συμπρωταγωνιστούμε | ||
| β' πληθ. | συμπρωταγωνιστείτε | συμπρωταγωνιστούσατε | θα συμπρωταγωνιστείτε | να συμπρωταγωνιστείτε | συμπρωταγωνιστείτε | |
| γ' πληθ. | συμπρωταγωνιστούν(ε) | συμπρωταγωνιστούσαν(ε) | θα συμπρωταγωνιστούν(ε) | να συμπρωταγωνιστούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμπρωταγωνίστησα | θα συμπρωταγωνιστήσω | να συμπρωταγωνιστήσω | συμπρωταγωνιστήσει | ||
| β' ενικ. | συμπρωταγωνίστησες | θα συμπρωταγωνιστήσεις | να συμπρωταγωνιστήσεις | συμπρωταγωνίστησε | ||
| γ' ενικ. | συμπρωταγωνίστησε | θα συμπρωταγωνιστήσει | να συμπρωταγωνιστήσει | |||
| α' πληθ. | συμπρωταγωνιστήσαμε | θα συμπρωταγωνιστήσουμε | να συμπρωταγωνιστήσουμε | |||
| β' πληθ. | συμπρωταγωνιστήσατε | θα συμπρωταγωνιστήσετε | να συμπρωταγωνιστήσετε | συμπρωταγωνιστήστε | ||
| γ' πληθ. | συμπρωταγωνίστησαν συμπρωταγωνιστήσαν(ε) |
θα συμπρωταγωνιστήσουν(ε) | να συμπρωταγωνιστήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμπρωταγωνιστήσει | είχα συμπρωταγωνιστήσει | θα έχω συμπρωταγωνιστήσει | να έχω συμπρωταγωνιστήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμπρωταγωνιστήσει | είχες συμπρωταγωνιστήσει | θα έχεις συμπρωταγωνιστήσει | να έχεις συμπρωταγωνιστήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμπρωταγωνιστήσει | είχε συμπρωταγωνιστήσει | θα έχει συμπρωταγωνιστήσει | να έχει συμπρωταγωνιστήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμπρωταγωνιστήσει | είχαμε συμπρωταγωνιστήσει | θα έχουμε συμπρωταγωνιστήσει | να έχουμε συμπρωταγωνιστήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμπρωταγωνιστήσει | είχατε συμπρωταγωνιστήσει | θα έχετε συμπρωταγωνιστήσει | να έχετε συμπρωταγωνιστήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμπρωταγωνιστήσει | είχαν συμπρωταγωνιστήσει | θα έχουν συμπρωταγωνιστήσει | να έχουν συμπρωταγωνιστήσει |
| |
Μεταφράσεις
συμπρωταγωνιστώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.