συμμορφωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμμορφωμένος | η | συμμορφωμένη | το | συμμορφωμένο |
| γενική | του | συμμορφωμένου | της | συμμορφωμένης | του | συμμορφωμένου |
| αιτιατική | τον | συμμορφωμένο | τη | συμμορφωμένη | το | συμμορφωμένο |
| κλητική | συμμορφωμένε | συμμορφωμένη | συμμορφωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμμορφωμένοι | οι | συμμορφωμένες | τα | συμμορφωμένα |
| γενική | των | συμμορφωμένων | των | συμμορφωμένων | των | συμμορφωμένων |
| αιτιατική | τους | συμμορφωμένους | τις | συμμορφωμένες | τα | συμμορφωμένα |
| κλητική | συμμορφωμένοι | συμμορφωμένες | συμμορφωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.moɾ.foˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐μορ‐φω‐μέ‐νος
Συγγενικά
- → δείτε συμμορφώνω, συμ- & μορφωμένος
Μεταφράσεις
συμμορφωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.