ασυμμόρφωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυμμόρφωτος | η | ασυμμόρφωτη | το | ασυμμόρφωτο |
| γενική | του | ασυμμόρφωτου | της | ασυμμόρφωτης | του | ασυμμόρφωτου |
| αιτιατική | τον | ασυμμόρφωτο | την | ασυμμόρφωτη | το | ασυμμόρφωτο |
| κλητική | ασυμμόρφωτε | ασυμμόρφωτη | ασυμμόρφωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυμμόρφωτοι | οι | ασυμμόρφωτες | τα | ασυμμόρφωτα |
| γενική | των | ασυμμόρφωτων | των | ασυμμόρφωτων | των | ασυμμόρφωτων |
| αιτιατική | τους | ασυμμόρφωτους | τις | ασυμμόρφωτες | τα | ασυμμόρφωτα |
| κλητική | ασυμμόρφωτοι | ασυμμόρφωτες | ασυμμόρφωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυμμόρφωτος < α- στερητικό + συμμορφ(ώνω) + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.siˈmoɾ.fo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συμ‐μόρ‐φω‐τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ασυμμόρφωτα (επίρρημα)
- → δείτε τις λέξεις συμμορφώνω, συν, μορφώνω και μορφή
Πηγές
- ασυμμόρφωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασυμμόρφωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ασσυμόρφωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.