ασυμμόρφωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμμόρφωτος η ασυμμόρφωτη το ασυμμόρφωτο
      γενική του ασυμμόρφωτου της ασυμμόρφωτης του ασυμμόρφωτου
    αιτιατική τον ασυμμόρφωτο την ασυμμόρφωτη το ασυμμόρφωτο
     κλητική ασυμμόρφωτε ασυμμόρφωτη ασυμμόρφωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμμόρφωτοι οι ασυμμόρφωτες τα ασυμμόρφωτα
      γενική των ασυμμόρφωτων των ασυμμόρφωτων των ασυμμόρφωτων
    αιτιατική τους ασυμμόρφωτους τις ασυμμόρφωτες τα ασυμμόρφωτα
     κλητική ασυμμόρφωτοι ασυμμόρφωτες ασυμμόρφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυμμόρφωτος < α- στερητικό + συμμορφ(ώνω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.siˈmoɾ.fo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασυμμόρφωτος

Επίθετο

ασυμμόρφωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.