συλλυπητήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συλλυπητήριος η συλλυπητήρια το συλλυπητήριο
      γενική του συλλυπητήριου της συλλυπητήριας του συλλυπητήριου
    αιτιατική τον συλλυπητήριο τη συλλυπητήρια το συλλυπητήριο
     κλητική συλλυπητήριε συλλυπητήρια συλλυπητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συλλυπητήριοι οι συλλυπητήριες τα συλλυπητήρια
      γενική των συλλυπητήριων των συλλυπητήριων των συλλυπητήριων
    αιτιατική τους συλλυπητήριους τις συλλυπητήριες τα συλλυπητήρια
     κλητική συλλυπητήριοι συλλυπητήριες συλλυπητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συλλυπητήριος < συλλυπούμαι + -τήριος < αρχαία ελληνική συλλυπέω < σύν + λύπη

Επίθετο

συλλυπητήριος, -α, -ο

  1. (λόγιο) που έχει σχέση με συλλυπητήρια, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα εκφράζει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) συλλυπητήρια

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.