συγχαρητήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγχαρητήριος | η | συγχαρητήρια | το | συγχαρητήριο |
| γενική | του | συγχαρητήριου | της | συγχαρητήριας | του | συγχαρητήριου |
| αιτιατική | τον | συγχαρητήριο | τη | συγχαρητήρια | το | συγχαρητήριο |
| κλητική | συγχαρητήριε | συγχαρητήρια | συγχαρητήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγχαρητήριοι | οι | συγχαρητήριες | τα | συγχαρητήρια |
| γενική | των | συγχαρητήριων | των | συγχαρητήριων | των | συγχαρητήριων |
| αιτιατική | τους | συγχαρητήριους | τις | συγχαρητήριες | τα | συγχαρητήρια |
| κλητική | συγχαρητήριοι | συγχαρητήριες | συγχαρητήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγχαρητήριος < συγχαίρω
Επίθετο
συγχαρητήριος, -α, -ο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συγχαρητήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.