συλλυπητήρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συλλυπητήρια
      γενική των συλλυπητηρίων
    αιτιατική τα συλλυπητήρια
     κλητική συλλυπητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συλλυπητήρια: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συλλυπητήριος στον πληθυντικό (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική condoléances (πληθυντικός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.li.piˈti.ri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλλυπητήρια

Ουσιαστικό

συλλυπητήρια ουδέτερο στον πληθυντικό

  • ζωή σε σας
  • ζωή σε λόγου σας
  • ζωή σε μας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συλλυπητήρια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συλλυπητήριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (συλλυπητήριο) του συλλυπητήριος

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.