συλλογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συλλογικός η συλλογική το συλλογικό
      γενική του συλλογικού της συλλογικής του συλλογικού
    αιτιατική τον συλλογικό τη συλλογική το συλλογικό
     κλητική συλλογικέ συλλογική συλλογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συλλογικοί οι συλλογικές τα συλλογικά
      γενική των συλλογικών των συλλογικών των συλλογικών
    αιτιατική τους συλλογικούς τις συλλογικές τα συλλογικά
     κλητική συλλογικοί συλλογικές συλλογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συλλογικός < σύλλογ(ος) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική collectif)

Επίθετο

συλλογικός

  • που αφορά πολλούς ανθρώπους
    Η ομάδα κατάφερε να κερδίσει, χάρη στη συλλογική προσπάθεια των μελών της

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.