collective

Αγγλικά (en)

Επίθετο

collective (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. συλλογικός, που αφορά πολλούς ανθρώπους
    collective bargaining/agreements - συλλογικές διαπραγματεύσεις/συμβάσεις
    collective responsibility - συλλογική ευθύνη
    collective security/leadership - συλλογική ασφάλεια/ηγεσία
  2. (γραμματική) περιληπτικός, που χρησιμοποιείται στον ενικό αριθμό για να δηλώσει το σύνολο ομοειδών πραγμάτων
    a collective name - περιληπτικό όνομα
    a collective noun - περιληπτικό ουσιαστικό

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

      ενικός         πληθυντικός  
collective collectives

collective (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.