διασυλλογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασυλλογικός | η | διασυλλογική | το | διασυλλογικό |
| γενική | του | διασυλλογικού | της | διασυλλογικής | του | διασυλλογικού |
| αιτιατική | τον | διασυλλογικό | τη | διασυλλογική | το | διασυλλογικό |
| κλητική | διασυλλογικέ | διασυλλογική | διασυλλογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασυλλογικοί | οι | διασυλλογικές | τα | διασυλλογικά |
| γενική | των | διασυλλογικών | των | διασυλλογικών | των | διασυλλογικών |
| αιτιατική | τους | διασυλλογικούς | τις | διασυλλογικές | τα | διασυλλογικά |
| κλητική | διασυλλογικοί | διασυλλογικές | διασυλλογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διασυλλογικός < δια- + συλλογικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interclub
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.