συγχρονικά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.xɾo.niˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγχρονικά

Επίρρημα

συγχρονικά

  1. που αναφέρεται σε τωρινά θέματα, σε σύγχρονο χρόνο
  2. (γλωσσολογία) που αναφέρεται στη συγχρονία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συγχρονικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.