συγκρατημένα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
συγκρατημένα
<
συγκρατημένος
Επίρρημα
συγκρατημένα
χωρίς να κυριεύεται κανείς από τα
αισθήματά
του
Συνώνυμα
ατάραχα
ήρεμα
ψύχραιμα
Μεταφράσεις
συγκρατημένα
αγγλικά
:
with restraint
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.