συγκοινωνιολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγκοινωνιολόγος οι συγκοινωνιολόγοι
      γενική του/της συγκοινωνιολόγου των συγκοινωνιολόγων
    αιτιατική τον/τη συγκοινωνιολόγο τους/τις συγκοινωνιολόγους
     κλητική συγκοινωνιολόγε συγκοινωνιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκοινωνιολόγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συγκοινωνιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.