συγκοινωνιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκοινωνιακός η συγκοινωνιακή το συγκοινωνιακό
      γενική του συγκοινωνιακού της συγκοινωνιακής του συγκοινωνιακού
    αιτιατική τον συγκοινωνιακό τη συγκοινωνιακή το συγκοινωνιακό
     κλητική συγκοινωνιακέ συγκοινωνιακή συγκοινωνιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκοινωνιακοί οι συγκοινωνιακές τα συγκοινωνιακά
      γενική των συγκοινωνιακών των συγκοινωνιακών των συγκοινωνιακών
    αιτιατική τους συγκοινωνιακούς τις συγκοινωνιακές τα συγκοινωνιακά
     κλητική συγκοινωνιακοί συγκοινωνιακές συγκοινωνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συγκοινωνιακός < (μαρτυρείται από το 1898) συγκοινωνία

Επίθετο

συγκοινωνιακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.