communication

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
communication communications

Ετυμολογία

communication < communicate + -ion

Ουσιαστικό

communication (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η επικοινωνία
    We have good communication.
    Έχουμε καλή επικοινωνία.
  2. η συνδιάλεξη
  3. η συνεννόηση
  4. το μήνυμα, η πληροφορία, η ανακοίνωση
  5. (για ασθένεια:) η μετάδοση

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

communication < λατινική communicatio

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
communication communications

communication (fr) θηλυκό

  1. η επικοινωνία
  2. η συγκοινωνία
  3. η ανακοίνωση
  4. η συνδιάλεξη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.