συγκοινωνών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκοινωνών
& συγκοινωνούντας
η συγκοινωνούσα το συγκοινωνούν
      γενική του συγκοινωνούντος
& συγκοινωνούντα
της συγκοινωνούσας
& συγκοινωνούσης*
του συγκοινωνούντος
    αιτιατική τον συγκοινωνούντα τη συγκοινωνούσα το συγκοινωνούν
     κλητική συγκοινωνών
& συγκοινωνούντα
συγκοινωνούσα συγκοινωνούν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκοινωνούντες οι συγκοινωνούσες τα συγκοινωνούντα
      γενική των συγκοινωνούντων των συγκοινωνουσών των συγκοινωνούντων
    αιτιατική τους συγκοινωνούντες τις συγκοινωνούσες τα συγκοινωνούντα
     κλητική συγκοινωνούντες συγκοινωνούσες συγκοινωνούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συγκοινωνών: λόγια μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συγκοινωνώ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική communicant[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.ɟi.noˈnon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκοινωνών

Μετοχή

συγκοινωνών, -ούσα, -ούν

  • που συγκοινωνεί με κάτι άλλο - ιδίως στην έκφραση:
    συγκοινωνούντα δοχεία

Εκφράσεις

  • συγκοινωνούντα δοχεία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.