συγκλονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκλονισμένος η συγκλονισμένη το συγκλονισμένο
      γενική του συγκλονισμένου της συγκλονισμένης του συγκλονισμένου
    αιτιατική τον συγκλονισμένο τη συγκλονισμένη το συγκλονισμένο
     κλητική συγκλονισμένε συγκλονισμένη συγκλονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκλονισμένοι οι συγκλονισμένες τα συγκλονισμένα
      γενική των συγκλονισμένων των συγκλονισμένων των συγκλονισμένων
    αιτιατική τους συγκλονισμένους τις συγκλονισμένες τα συγκλονισμένα
     κλητική συγκλονισμένοι συγκλονισμένες συγκλονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.ɡlo.niˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκλονισμένος

Μετοχή

συγκλονισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.