κλονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλονισμένος | η | κλονισμένη | το | κλονισμένο |
| γενική | του | κλονισμένου | της | κλονισμένης | του | κλονισμένου |
| αιτιατική | τον | κλονισμένο | την | κλονισμένη | το | κλονισμένο |
| κλητική | κλονισμένε | κλονισμένη | κλονισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλονισμένοι | οι | κλονισμένες | τα | κλονισμένα |
| γενική | των | κλονισμένων | των | κλονισμένων | των | κλονισμένων |
| αιτιατική | τους | κλονισμένους | τις | κλονισμένες | τα | κλονισμένα |
| κλητική | κλονισμένοι | κλονισμένες | κλονισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
κλονισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου κλονίζω
- ※ Ο γέροντας προχωρεί με κλονισμένα βήματα, πάει κοντά στο αγόρι κι ακουμπά το κεφάλι στα δυνατά του στήθια. (Ηλίας Βενέζης Θεώνιχος και Μνησαρέτη [διήγημα])
Μεταφράσεις
κλονισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.