σβίγα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβίγα οι σβίγες
      γενική της σβίγας των σβιγών
    αιτιατική τη σβίγα τις σβίγες
     κλητική σβίγα σβίγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σβίγα < ηχοποίητη λέξη από το σβιν. Ως ναυτικός όρος σημαίνει στροφείον σχοινοπλόκου.

Ουσιαστικό

σβίγα θηλυκό

  1. ξύλινο εργαλείο ύφανσης, τσιρίκι [1], ροδάνι, μαγγάνι[2]
  2. στη ναυτική ορολογία: στροφέας[2] ή στροφείο

Αναφορές

  1. Σβίγα ή Τσικρίκι, πρόσβση 2015-11-01, εκδ. Europeana}}
  2. Σβίγα, livepedia.gr

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.