σβίγα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σβίγα | οι | σβίγες |
| γενική | της | σβίγας | των | σβιγών |
| αιτιατική | τη | σβίγα | τις | σβίγες |
| κλητική | σβίγα | σβίγες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σβίγα < ηχοποίητη λέξη από το σβιν. Ως ναυτικός όρος σημαίνει στροφείον σχοινοπλόκου.
Αναφορές
- Σβίγα ή Τσικρίκι, πρόσβση 2015-11-01, εκδ. Europeana}}
- Σβίγα, livepedia.gr
Μεταφράσεις
σβίγα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.