στρουκτουραλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στρουκτουραλισμός | οι | στρουκτουραλισμοί |
| γενική | του | στρουκτουραλισμού | των | στρουκτουραλισμών |
| αιτιατική | τον | στρουκτουραλισμό | τους | στρουκτουραλισμούς |
| κλητική | στρουκτουραλισμέ | στρουκτουραλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρουκτουραλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική structuralisme < λατινική structura < struo + -tura < πρωτοϊταλική *strowō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strew- < *sterh₃- (διασπείρω)
Ουσιαστικό
στρουκτουραλισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) προσέγγιση και μελέτη της γλώσσας στη συγχρονία της, ως κλειστού συστήματος σημείων ή στοιχείων (π.χ. φωνήματα) που αλληλεπιδρούν
- (κατ’ επέκταση, γενικότερα) (ανθρωπολογία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
- στρουκτουραλιστής
- στρουκτουραλίστρια
- στρουκτουραλιστικά
- στρουκτουραλιστικός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
στρουκτουραλισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.