στρατηγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στρατηγικός | η | στρατηγική | το | στρατηγικό |
| γενική | του | στρατηγικού | της | στρατηγικής | του | στρατηγικού |
| αιτιατική | τον | στρατηγικό | τη | στρατηγική | το | στρατηγικό |
| κλητική | στρατηγικέ | στρατηγική | στρατηγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στρατηγικοί | οι | στρατηγικές | τα | στρατηγικά |
| γενική | των | στρατηγικών | των | στρατηγικών | των | στρατηγικών |
| αιτιατική | τους | στρατηγικούς | τις | στρατηγικές | τα | στρατηγικά |
| κλητική | στρατηγικοί | στρατηγικές | στρατηγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στρατηγικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατηγικός (που ανήκει σε στρατηγό) κατά τη σημασία του θηλυκού στρατηγικ(ή) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾa.ti.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τη‐γι‐κός
Επίθετο
στρατηγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στρατηγική ή που στηρίζεται σε αυτή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη τακτικός
- που αφορά το σχεδιασμό μιας στρατιωτικής επιχείρησης:
- ↪ στρατηγικός στόχος
- (μεταφορικά) που αφορά το γενικό σχεδιασμό και το συντονισμό των ενεργειών που είναι απαραίτητες για την επιτυχία ενός σκοπού:
- ↪ Έχει στρατηγική θέση στην κυβέρνηση.
- που αφορά το σχεδιασμό μιας στρατιωτικής επιχείρησης:
Συγγενικά
- στρατηγικά (επίρρημα)
- στρατηγική
- στρατηγός
Σύνθετα
- αντιστρατηγικός
- αρχιστρατηγικός
- γεωστρατηγικός
- υποστρατηγικός
Πηγές
- στρατηγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατηγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στρατηγικός | ἡ | στρατηγική | τὸ | στρατηγικόν |
| γενική | τοῦ | στρατηγικοῦ | τῆς | στρατηγικῆς | τοῦ | στρατηγικοῦ |
| δοτική | τῷ | στρατηγικῷ | τῇ | στρατηγικῇ | τῷ | στρατηγικῷ |
| αιτιατική | τὸν | στρατηγικόν | τὴν | στρατηγικήν | τὸ | στρατηγικόν |
| κλητική ὦ! | στρατηγικέ | στρατηγική | στρατηγικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | στρατηγικοί | αἱ | στρατηγικαί | τὰ | στρατηγικᾰ́ |
| γενική | τῶν | στρατηγικῶν | τῶν | στρατηγικῶν | τῶν | στρατηγικῶν |
| δοτική | τοῖς | στρατηγικοῖς | ταῖς | στρατηγικαῖς | τοῖς | στρατηγικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | στρατηγικούς | τὰς | στρατηγικᾱ́ς | τὰ | στρατηγικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | στρατηγικοί | στρατηγικαί | στρατηγικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρατηγικώ | τὼ | στρατηγικᾱ́ | τὼ | στρατηγικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | στρατηγικοῖν | τοῖν | στρατηγικαῖν | τοῖν | στρατηγικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στρατηγικός < στρατηγ(ός) + -ικός
Παράγωγα
- στρατηγικῶς
- στρατηγική
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στρατηγός
Πηγές
- στρατηγικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρατηγικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.