στόχευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στόχευση οι στοχεύσεις
      γενική της στόχευσης* των στοχεύσεων
    αιτιατική τη στόχευση τις στοχεύσεις
     κλητική στόχευση στοχεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοχεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόχευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στόχευση θηλυκό

  1. σημάδεμα στόχο με όπλο
  2. το να κάνω κάποιον ή κάτι στόχο των ενεργειών μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.