ξαμώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
ξαμώνω
- (λαϊκότροπο) σηκώνω απειλητικά το χέρι μου για να χτυπήσω κάποιον
- ※ Ο Αναστάσης συνήρθε νωρία απ' την αξαφνιά, της κατέβασε βίαια τα χέρια και ξάμωσε να τη χτυπήσει. (Τάκης Δόξας Μια χούφτα καλάμια [διήγημα])
- (ιδιωματικό) (Σαρακατσάνοι) απλώνω το χέρι, για να πλησιάσω κάποιον ή για να πάρω / δώσω κάτι
- (παρωχημένο) μετρώ απόσταση ή χωρητικότητα, σημαδεύω για να υπολογίσω
- σημαδεύω
- (παρωχημένο) πλησιάζω (ίσως υπό την επίδραση του σιμώνω)
Μεταφράσεις
ξαμώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.