στουπέτσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στουπέτσι | τα | στουπέτσια |
| γενική | του | στουπετσιού | των | στουπετσιών |
| αιτιατική | το | στουπέτσι | τα | στουπέτσια |
| κλητική | στουπέτσι | στουπέτσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στουπέτσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική üstübeç < περσική اسفيداج (isfédáj)
Ουσιαστικό
στουπέτσι ουδέτερο
- λευκή βαφή από ανθρακικό μόλυβδο
- (συνεκδοχικά) το λευκό βερνίκι για το βάψιμο παπουτσιών
- (μεταφορικά) κάτι που αφήνει άσχημη γεύση ή επίγευση στο στόμα
- Στουπέτσι το στόμα από τα τσιγάρα... (Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.