επίγευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίγευση | οι | επιγεύσεις |
| γενική | της | επίγευσης* | των | επιγεύσεων |
| αιτιατική | την | επίγευση | τις | επιγεύσεις |
| κλητική | επίγευση | επιγεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιγεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίγευση < επί- + γεύση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aftertaste
Ουσιαστικό
επίγευση θηλυκό
Μεταφράσεις
επίγευση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.