βαφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαφή | οι | βαφές |
| γενική | της | βαφής | των | βαφών |
| αιτιατική | τη | βαφή | τις | βαφές |
| κλητική | βαφή | βαφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαφή < αρχαία ελληνική
Μεταφράσεις
βαφή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.